Ταυτόχρονα στα ουκρανικά

Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паралельно, одночасно, водночас
Ταυτόχρονα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα

ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ταυτόχρονα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ταυτίζω στα ουκρανικά - ідентичний
  • ταυτότητα στα ουκρανικά - особистий, особовий, ототожнення, тотожність, підтримка, дійсність, ототожнювання, ...
  • ταυτόχρονος στα ουκρανικά - одночасний, синхронний, синхронне
  • ταφή στα ουκρανικά - похорон, похоронний, поховання, захоронення
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: паралельно, одночасно, водночас