Пасажирка στα ελληνικά
Μετάφραση: пасажирка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβάτης, επιβατών, επιβάτη, επιβατικών, επιβατηγά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бюргер στα ελληνικά - δημότης, αστός, κάτοικο της πόλης
- вернутися στα ελληνικά - βασιλικός, απόδοση, επιστροφή, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης
- вторгатися στα ελληνικά - εισβολέας, εισβάλουν, εισβάλλουν, εισβάλει, εισβάλλει, εισβολή
- лемінг στα ελληνικά - λεμόνι, αρουραίος των βορειών χωρών, Lemming, αγέλης
Τυχαίες λέξεις
Пасажирка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβάτης, επιβατών, επιβάτη, επιβατικών, επιβατηγά
Μεταφράσεις: επιβάτης, επιβατών, επιβάτη, επιβατικών, επιβατηγά