Пелька στα ελληνικά
Μετάφραση: пелька, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χελιδόνι, καταπίνω, φλυαρώ, γάβγισμα, γαυγίζω, Yap, Γιαπ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- варварський στα ελληνικά - βάρβαρη, βάρβαρο, βάρβαρες, βαρβαρικές, βάρβαρης
- врівноважувати στα ελληνικά - εξισώνω, ισορροπία, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζύγιο, ισοζυγίου
- втручатися στα ελληνικά - λαθροκυνηγός, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται
- диспозиція στα ελληνικά - διάθεση, διάταξη, διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
Τυχαίες λέξεις
Пелька στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χελιδόνι, καταπίνω, φλυαρώ, γάβγισμα, γαυγίζω, Yap, Γιαπ
Μεταφράσεις: χελιδόνι, καταπίνω, φλυαρώ, γάβγισμα, γαυγίζω, Yap, Γιαπ