Перев'язувати στα ελληνικά
Μετάφραση: перев'язувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντύνω, φόρεμα, ντύνομαι, δένουν, δέσιμο, δέσετε, δέσουν, δένουν τα
Μεταφράσεις
- актуальність στα ελληνικά - επικαιρότητα, την επικαιρότητα, επικαιρότητας, επίκαιρο, επίκαιρο χαρακτήρα
- впливання στα ελληνικά - επηρεάζοντας, επηρεάζουν, που επηρεάζουν, επηρεάζει, επηρεάζουν την
- зводити στα ελληνικά - πετεινός, κόκορας, εξαπατήσει, εξαπατούν, παραπλανήσουν, εξαπατήσουν, παραπλανήσει
- легкотравний στα ελληνικά - ευκολοχώνευτος, εύπεπτο, εύπεπτη, εύπεπτα, εύπεπτες
Τυχαίες λέξεις
Перев'язувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντύνω, φόρεμα, ντύνομαι, δένουν, δέσιμο, δέσετε, δέσουν, δένουν τα
Μεταφράσεις: ντύνω, φόρεμα, ντύνομαι, δένουν, δέσιμο, δέσετε, δέσουν, δένουν τα