Ντύνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: ντύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перев'язувати, одяг, перев'язати, чистити, одягати, вдягати
Ντύνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντύνω

ντύνω την barbie, ντύνω κούκλες, ντύνω κορίτσια, ντύνω πριγκίπισσες, ντύνω νύφες, ντύνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ντύνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ντόρος στα ουκρανικά - клопіт, метушня, відразу, утруднення, одразу, гул, гомін, ...
  • ντύνομαι στα ουκρανικά - чистити, одяг, перев'язати, перев'язувати, вбиратися, наряджатися, одягатися
  • ντύσιμο στα ουκρανικά - наряд, вбрання, соус
  • νυσταγμένος στα ουκρανικά - млявий, лінивий, дрімаючий, сонливий, сонний, снотворний, ледачий, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντύνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перев'язувати, одяг, перев'язати, чистити, одягати, вдягати