Переважити στα ελληνικά

Μετάφραση: переважити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβαίνω, ξεπερνώ, ανατρέψει την, να ανατρέψει την, γείρει η, ανατροπή του, να γείρει η
Переважити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антикорозійний στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, στη διάβρωση, τη διάβρωση, διαβρώσεως
  • гілка στα ελληνικά - υποκατάστημα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου, κλάδος
  • знайдений στα ελληνικά - βρήκα, ιδρύω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
  • малювати στα ελληνικά - σκιαγράφηση, διατυπώνω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει
Τυχαίες λέξεις
Переважити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβαίνω, ξεπερνώ, ανατρέψει την, να ανατρέψει την, γείρει η, ανατροπή του, να γείρει η