Перевантаження στα ελληνικά

Μετάφραση: перевантаження, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειροτερεύω, παραφορτώνω, υπερφορτώνω, παραβλάπτω, μετακομίζω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση
Перевантаження στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бо στα ελληνικά - όπως, διότι, γιατί, σαν, για, επειδή, λόγω
  • валютний στα ελληνικά - λεφτά, συνάλλαγμα, νόμισμα, νομισματικός, νομισματικής, νομισματική, νομισματικών, ...
  • городник στα ελληνικά - κηπουρός, κηπουρό, κηπουρού, κηπουρό που
  • гурток στα ελληνικά - κύκλος, κύκλο, κύκλου, τον κύκλο, κύκλο που
Τυχαίες λέξεις
Перевантаження στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειροτερεύω, παραφορτώνω, υπερφορτώνω, παραβλάπτω, μετακομίζω, υπερφόρτωση, υπερφόρτωσης, υπερφόρτισης, υπερφορτίσεως, υπερφόρτιση