Передбачити στα ελληνικά

Μετάφραση: передбачити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβλέπω, προκαταλαμβάνω, καθορίζω, προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, φαντάζομαι, αναμένεται, αναμενόμενη, αναμένονται, αναμενόμενο, αναμενόμενα
Передбачити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відмова στα ελληνικά - σκουπίδια, άρνηση, άρνησης, απαραδέκτου, απόρριψη, την άρνηση
  • договір στα ελληνικά - συνέλευση, σύμφωνο, ομόνοια, συμβόλαιο, σύμβαση, αρμονία, συμφωνία, ...
  • зварити στα ελληνικά - μάγειρας, μαγειρεύω, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα
  • лану στα ελληνικά - ουρά, φούστα, αγρόκτημα, Farm, φάρμα, Γεωργικά, Κτίσμα
Τυχαίες λέξεις
Передбачити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβλέπω, προκαταλαμβάνω, καθορίζω, προλαμβάνω, προχρονολογούμαι, φαντάζομαι, αναμένεται, αναμενόμενη, αναμένονται, αναμενόμενο, αναμενόμενα