Перекидати στα ελληνικά
Μετάφραση: перекидати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πετώ, παρακάμπτω, ρίχνω, ξεφορτώνομαι, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- б'ючись στα ελληνικά - τρέμω, τρεμοπαίζω, γυμνοσάλιαγκας, τιμωρώ, σφαίρα, επιπλήττω, την καταπολέμηση της, ...
- вторинна στα ελληνικά - δευτερεύων, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
- еклектика στα ελληνικά - ελεκτικότητα, εκλεκτισμός, εκλεκτικισμού, εκλεκτικισμό, εκλεκτικισμός
- катастрофічний στα ελληνικά - τραγικός, καταστροφικός, καταστροφική, καταστροφικές, Πολύ ωραία, καταστροφικό, καταστροφικά
Τυχαίες λέξεις
Перекидати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πετώ, παρακάμπτω, ρίχνω, ξεφορτώνομαι, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Μεταφράσεις: πετώ, παρακάμπτω, ρίχνω, ξεφορτώνομαι, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές