Перекинений στα ελληνικά

Μετάφραση: перекинений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστατώνω, ταραγμένος, perekynenyy
Перекинений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вілла στα ελληνικά - χωριό, βίλα, Villa, βίλλα, βίλας, Το Villa
  • допомагати στα ελληνικά - επικουρία, χρησιμεύω, όφελος, βοήθεια, αρωγή, ωφελώ, βοηθός, ...
  • запирання στα ελληνικά - αργός, αργά, αποθανών, στερέωση, όψιμος, κλείσιμο, κλεισίματος, ...
  • заплющувати στα ελληνικά - κερδίζω, νικώ, κλείστε, κλείσει, να κλείσει, κλείσετε, κλείσουν
Τυχαίες λέξεις
Перекинений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστατώνω, ταραγμένος, perekynenyy