Ταραγμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ταραγμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потрісканий, катастрофа, зазублений, мінливий, перекинений, падіння, поривчастий, неспокійний, пригнітити, збентежений, зніяковілий, збентежені, знічений, зніяковіло
Ταραγμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταραγμένος

ταραγμένος στα αγγλικά, ταραγμένοσ συνώνυμα, ταραγμένος καθρέφτης, ταραγμένος ύπνος, ταραγμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ταραγμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ταράσσομαι στα ουκρανικά - розмивати, шумування, збентеження, мучення, здригнутися, здригнутись, здригнувся
  • ταράτσα στα ουκρανικά - притулок, стріха, імперіал, дах, покрівля, тераса, Терраса, ...
  • ταραμάς στα ουκρανικά - стержні, консервована риба, консервована риба на
  • ταραξίας στα ουκρανικά - Heckler
Τυχαίες λέξεις
Ταραγμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: потрісканий, катастрофа, зазублений, мінливий, перекинений, падіння, поривчастий, неспокійний, пригнітити, збентежений, зніяковілий, збентежені, знічений, зніяковіло