Переміняти στα ελληνικά
Μετάφραση: переміняти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρησκεία, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, pereminyaty
Μεταφράσεις
- бетонувати στα ελληνικά - μπετόν, μπετό, σκυρόδεμα, συγκεκριμένος, για, στο, σε, ...
- відгодовувати στα ελληνικά - μάχη, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
- догма στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
- м'якість στα ελληνικά - ανηλεής, φακός, επιείκεια, απαλότητα, απαλότητας, μαλακότητα, μαλακότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Переміняти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρησκεία, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, pereminyaty
Μεταφράσεις: θρησκεία, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, pereminyaty