Переправа στα ελληνικά
Μετάφραση: переправа, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάβαση, διασταύρωση, διέλευσης, διέλευση, διέλευσης των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- діалектика στα ελληνικά - διαλεκτική, διαλεκτικής, διαλεκτικό, η διαλεκτική, τη διαλεκτική
- еміграція στα ελληνικά - μετανάστευση, αποδημία, μετανάστευσης, αποδημίας, η μετανάστευση
- каптур στα ελληνικά - κουκούλα, κουκούλας, καπό, κάλυμμα, απορροφητήρα
- картуз στα ελληνικά - σκούφος, θήκη, τραγιάσκα, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, ...
Τυχαίες λέξεις
Переправа στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάβαση, διασταύρωση, διέλευσης, διέλευση, διέλευσης των
Μεταφράσεις: διάβαση, διασταύρωση, διέλευσης, διέλευση, διέλευσης των