Перехитріть στα ελληνικά
Μετάφραση: перехитріть, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεγελώ, perehytrit
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безвідносний στα ελληνικά - ανεξαρτήτως, ανεξάρτητα, ανεξάρτητα από, ασχέτως
- дбайливий στα ελληνικά - προσεκτικός, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί
- запозичення στα ελληνικά - δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
- лондонець στα ελληνικά - μοναχικός, μόνος, Λονδρέζος, londoner, Λονδρέζος ο
Τυχαίες λέξεις
Перехитріть στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεγελώ, perehytrit
Μεταφράσεις: ξεγελώ, perehytrit