Перешкодити στα ελληνικά
Μετάφραση: перешкодити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κωλυσιεργώ, παρακώλυση, παρακωλύω, ένσταση, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- газетний στα ελληνικά - εφημερίδα, δημοσιογραφικό χαρτί, Δημοσιογραφικός χάρτης, Δημοσιογραφικό, Το δημοσιογραφικό χαρτί, Χαρτί εφημερίδων
- заборонний στα ελληνικά - αφιλόξενος, απαγορευτικός, απαγορευτικό, απαγορευτικά, απαγορευτική, απαγορευτικές
- культивувати στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνομαι, καλλιεργώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
- марципан στα ελληνικά - φοράδα, αμυγδαλωτό, αμυγδαλόπαστα, μάρτζιπαν, πάστα αμυγδάλου, αμυγδαλόπαστου
Τυχαίες λέξεις
Перешкодити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κωλυσιεργώ, παρακώλυση, παρακωλύω, ένσταση, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Μεταφράσεις: κωλυσιεργώ, παρακώλυση, παρακωλύω, ένσταση, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει