Ένσταση στα ουκρανικά
Μετάφραση: ένσταση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкласти, перешкодити, заперечувати, заперечити, заперечення, протиріччя
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένσταση
ένσταση ασεπ, ένσταση διαιρέσεως, ένσταση δίζησης, ένσταση απαραδέκτου, ένσταση συμψηφισμού, ένσταση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ένσταση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ένορκος στα ουκρανικά - присяжний, присяжного
- ένοχος στα ουκρανικά - кривдник, злочинець, винен, злочинний, винний, правопорушник, образник, ...
- ένταλμα στα ουκρανικά - зап'ястки, викривлення, ордер
- ένταξη στα ουκρανικά - збільшення, додаток, приріст, вступ, набуття, набрання, вступу
Τυχαίες λέξεις
Ένσταση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відкласти, перешкодити, заперечувати, заперечити, заперечення, протиріччя
Μεταφράσεις: відкласти, перешкодити, заперечувати, заперечити, заперечення, протиріччя