Період στα ελληνικά
Μετάφραση: період, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάστημα, περίοδος, μέρα, διάρκεια, περίοδο, περιόδου
Μεταφράσεις
- аплодувати στα ελληνικά - κροτώ, επευφημώ, χειροκροτώ, επικροτώ, χειροκροτήσουν, επικροτήσω, επικροτούμε
- видаватися στα ελληνικά - υπερακοντίζω, διαπρέπω, εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανιστεί, εμφανίζεται, εμφανιστούν
- затятий στα ελληνικά - πεισμωμένος, πεισματάρης, ισχυρογνώμων, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
- колихатися στα ελληνικά - κουνώ, κούνια, ταλάντευση, εξουσία, επιρροή, κυριαρχία, ταλάντωση
Τυχαίες λέξεις
Період στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάστημα, περίοδος, μέρα, διάρκεια, περίοδο, περιόδου
Μεταφράσεις: διάστημα, περίοδος, μέρα, διάρκεια, περίοδο, περιόδου