Пломбувати στα ελληνικά
Μετάφραση: пломбувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράμα, γεμίζω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- база στα ελληνικά - βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
- громадськість στα ελληνικά - δημοσιεύω, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
- кара στα ελληνικά - διόρθωμα, διόρθωση, στερούμαι, πρόστιμο, κύρωση, ποινή, τίμημα, ...
- метеорології στα ελληνικά - μετεωρολόγος, μετεωρολογία, Μετεωρολογίας, τη μετεωρολογία, της μετεωρολογίας, η μετεωρολογία
Τυχαίες λέξεις
Пломбувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράμα, γεμίζω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Μεταφράσεις: πράμα, γεμίζω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης