Γεμίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наповнити, заповнитися, пломбувати, заповнятися, голець, заповнити, Заполнить, Заповніть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεμίζω
πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γεμίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γελώ στα ουκρανικά - похвали, сміх, смех, прикро, прикро та
- γεμάτος στα ουκρανικά - багатий, повний, повен, рясний, огрядний, вільний, повна, ...
- γενέθλια στα ουκρανικά - започаткувало, розпочало, начало, почало, початок, день, дня
- γενίκευση στα ουκρανικά - узагальнення
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: наповнити, заповнитися, пломбувати, заповнятися, голець, заповнити, Заполнить, Заповніть
Μεταφράσεις: наповнити, заповнитися, пломбувати, заповнятися, голець, заповнити, Заполнить, Заповніть