Поверхово στα ελληνικά
Μετάφραση: поверхово, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιφανειακά, επιφανειακή, επιφανειακώς, επιπόλαια, πρώτης όψεως
![Поверхово στα ελληνικά Поверхово στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-13634.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безрезультатний στα ελληνικά - στείρος, άγονος, άκαρπος, αναποτελεσματική, αναποτελεσματικές, αναποτελεσματικό, ατελέσφορη
- віна στα ελληνικά - αλλάζω, γυρίζω, ενοχή, Vina, Βίνα, γοβίνη, Το Vina
- допотопний στα ελληνικά - προκατακλυσμιαίος, προκατακλυσμιαίο, προκατακλυσμιαία, προκατακλυσμιαίους, απηρχαιωμένες
- досліджування στα ελληνικά - εξερεύνηση, Διερεύνηση, Διερευνώντας, Ερευνώντας, Η διερεύνηση, Διερεύνησης
Τυχαίες λέξεις
Поверхово στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιφανειακά, επιφανειακή, επιφανειακώς, επιπόλαια, πρώτης όψεως
Μεταφράσεις: επιφανειακά, επιφανειακή, επιφανειακώς, επιπόλαια, πρώτης όψεως