Пожвавлений στα ελληνικά

Μετάφραση: пожвавлений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζηλιάρης, ζωηρός, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή
Пожвавлений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • архангел στα ελληνικά - αρχάγγελος, Αρχαγγέλου, αρχάγγελο, αρχάγγελου
  • бойня στα ελληνικά - σφαγείο, σφαγείου, σφαγείων, του σφαγείου
  • відчинити στα ελληνικά - ανοιχτός, ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοικτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
  • зневіра στα ελληνικά - γοφός, κατάθλιψη, ύφεση, απελπισία, απόγνωση, απελπισίας, απόγνωσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Пожвавлений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζηλιάρης, ζωηρός, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή