Покидати στα ελληνικά

Μετάφραση: покидати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαταλείπω, εκκενώνω, αδειάζω, παρατάω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
Покидати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бібліограф στα ελληνικά - βιβλιογράφος, βιβλιογράφου
  • викорчовувати στα ελληνικά - στέλεχος, στελέχους, απόκομμα, κορμός
  • зовнішній στα ελληνικά - ξένος, επιπόλαιος, επιφανειακός, εξωτερικός, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ...
  • листоноші στα ελληνικά - κάρτα, ταχυδρόμος, Ταχυδρόμου, Ταχυδρόμο, του Postman, ταχυδρόμων
Τυχαίες λέξεις
Покидати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαταλείπω, εκκενώνω, αδειάζω, παρατάω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε