Αδειάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αδειάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
анулювати, визволяти, позбуватися, вивантажувати, полегшувати, скасовувати, покидати, порожній, пустий, порожньою, порожньої, марною
Αδειάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδειάζω

αδειάζω συνώνυμο, αδειάζω συνώνυμα, αδειάζω το κεφάλι γεμίζοντασ το τασάκι μου, αδειάζω στα αγγλικα, αδειάζω σπίτια, αδειάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αδειάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αδαής στα ουκρανικά - незугарний, брутальний, безтактний, неповороткий, недосвідчений, недосвідчена
  • αδαμαντίνη στα ουκρανικά - лакувати, емаль
  • αδελφή στα ουκρανικά - сестра, сестро
  • αδελφός στα ουκρανικά - пане-брате, друже-брате, побратим, колега, земляк, брат, брате, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδειάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: анулювати, визволяти, позбуватися, вивантажувати, полегшувати, скасовувати, покидати, порожній, пустий, порожньою, порожньої, марною