Покладати στα ελληνικά

Μετάφραση: покладати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπιστεύομαι, αναθέτω, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε
Покладати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • візок στα ελληνικά - κούρσα, τραμ, καλάθι
  • декоратор στα ελληνικά - διακοσμητής, διακοσμητή, διακοσμήτρια, διακοσμητής της, Ο διακοσμητής
  • жабо στα ελληνικά - πιέτα, γαρνίρισμα, νάζια, διακοσμητικό στοιχείο, κροσσός, διακοσμητικών στοιχείων, μπορντούρα
  • затор στα ελληνικά - συμφόρηση, συμφόρησης, της συμφόρησης, κυκλοφοριακής συμφόρησης, κυκλοφοριακή συμφόρηση
Τυχαίες λέξεις
Покладати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπιστεύομαι, αναθέτω, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε