Полегшувати στα ελληνικά

Μετάφραση: полегшувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταπραΰνω, διευκολύνω, ξεφορτώνω, κατευνάζω, αδειάζω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η
Полегшувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бойлер στα ελληνικά - καζάνι, καυστήρας, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
  • виборець στα ελληνικά - συστατικός, ψηφοφόρος, ψηφοφόρων, των ψηφοφόρων, εκλογέας, ψηφοφόρο
  • добре στα ελληνικά - ωραία, καλός, καλή, καλό, καλής, καλές
  • компіляція στα ελληνικά - συλλογή, σύνταξη, κατάρτιση, κατάρτισης, συγκέντρωση
Τυχαίες λέξεις
Полегшувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταπραΰνω, διευκολύνω, ξεφορτώνω, κατευνάζω, αδειάζω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, να διευκολύνει, να διευκολύνουν, διευκολυνθεί η