Διευκολύνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: διευκολύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сприяти, полегшувати, полегшити, сприятиме, сприятимуть
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διευκολύνω
διευκολύνω κλιση, διευκολύνω συνώνυμα, διευκολύνω translate, διευκολύνω συνώνυμο, διευκολύνω αντωνυμο, διευκολύνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διευκολύνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διευθυντικός στα ουκρανικά - завідуючий, начальник, управлінський
- διευθύνω στα ουκρανικά - наручники, Венд, венеди
- διευκρινίζω στα ουκρανικά - висвітліть, поясняти, висвітлити, роз'яснити, проілюструвати, ілюструвати, висвітлювати, ...
- διευρύνω στα ουκρανικά - розвивати, широко, розтягати, розкидати, ширити, вивихнути
Τυχαίες λέξεις
Διευκολύνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сприяти, полегшувати, полегшити, сприятиме, сприятимуть
Μεταφράσεις: сприяти, полегшувати, полегшити, сприятиме, сприятимуть