Поли στα ελληνικά

Μετάφραση: поли, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδρομή, πέφτω, πολυ, πολύ, poly, το πολυ
Поли στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блискітка στα ελληνικά - απαστράπτω, λάμπω, λάμψη, σπινθήρισμα, sparkle, σπινθηρίσματος
  • вас στα ελληνικά - μικρός, νέος, εσείς, σας, μπορείτε, που, θα
  • заручник στα ελληνικά - όμηρος, όμηρο, όμηροι, ομήρους, ομηρία
  • лікоть στα ελληνικά - αγκώνας, αγκώνα, τον αγκώνα, του αγκώνα, αγκώνων
Τυχαίες λέξεις
Поли στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδρομή, πέφτω, πολυ, πολύ, poly, το πολυ