Полом στα ελληνικά

Μετάφραση: полом, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεζόδρομος, πεζοδρόμιο, γένος, φύλο, Παύλος, Paul, Παύλου, ο Παύλος, Ο Paul
Полом στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безхарактерний στα ελληνικά - ασπόνδυλος, απρόσωπου, χωρίς χαρακτήρα
  • боби στα ελληνικά - φασόλια, τα φασόλια, κόκκους, φασολιών, κόκκοι
  • вагон στα ελληνικά - κούρσα, αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
  • ефес στα ελληνικά - κοφίνι, πανέρι, καλάθι, λαβή ξίφους, λαβή, λαιμό, hilt, ...
Τυχαίες λέξεις
Полом στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεζόδρομος, πεζοδρόμιο, γένος, φύλο, Παύλος, Paul, Παύλου, ο Παύλος, Ο Paul