Помирати στα ελληνικά
Μετάφραση: помирати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νεκρός, λήγω, πεθαμένος, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν
Μεταφράσεις
- анахронічний στα ελληνικά - αναχρονιστικός, αναχρονιστική, αναχρονιστικό, αναχρονιστικές, αναχρονιστικών
- дезінфікувати στα ελληνικά - εκκαθαρίζω, απολυμαίνω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
- женоненависництво στα ελληνικά - μισογυνία, misogyny, μισογυνισμού, μισογυνισμός, ο μισογυνισμός
- метастаз στα ελληνικά - διανέμω, επιβάλλω, μετάσταση, μετάστασης, μεταστάσεων, της μετάστασης, μεταστάσεως
Τυχαίες λέξεις
Помирати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νεκρός, λήγω, πεθαμένος, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν
Μεταφράσεις: νεκρός, λήγω, πεθαμένος, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν