Поміщик στα ελληνικά

Μετάφραση: поміщик, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιπποκόμος, τσιφλικάς, σπιτονοικοκύρης, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, εκμισθωτή, εκμισθωτής
Поміщик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • викличте στα ελληνικά - κλήση, πρόσκληση, κλήσης, πρόσκλησης, κλήσεων
  • витрата στα ελληνικά - έξοδα, οχετός, στραγγίζω, δαπάνη, έξοδο, βάρος, δαπάνες
  • допустимий στα ελληνικά - ανεκτός, αποδεκτός, επιτρεπτός, υποφερτός, επιτρεπόμενος, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, ...
  • дружній στα ελληνικά - φιλικός, κοινωνικός, φιλικό προς, φιλική προς, φιλικό προς το, φιλική προς το
Τυχαίες λέξεις
Поміщик στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιπποκόμος, τσιφλικάς, σπιτονοικοκύρης, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, εκμισθωτή, εκμισθωτής