Поневольте στα ελληνικά
Μετάφραση: поневольте, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποδουλώνω, σκλαβώνω, αιχμάλωτος, αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία, δεσμευμένη, δέσμια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безплідність στα ελληνικά - στειρότητα, στειρότητας, της στειρότητας, στειρότητος, η στειρότητα
- височіти στα ελληνικά - πύργος, πύργο, Tower, πύργου, πύργο του
- загортати στα ελληνικά - τυλίξτε, τυλίξετε, τυλίγετε, τυλίξει, τυλίγουμε
- лютий στα ελληνικά - έπεσα, κτηνώδης, θηριώδης, κόβω, άγριος, Φεβρουάριος, Φλεβάρη, ...
Τυχαίες λέξεις
Поневольте στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποδουλώνω, σκλαβώνω, αιχμάλωτος, αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία, δεσμευμένη, δέσμια
Μεταφράσεις: υποδουλώνω, σκλαβώνω, αιχμάλωτος, αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία, δεσμευμένη, δέσμια