Посвідка στα ελληνικά
Μετάφραση: посвідка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- афектований στα ελληνικά - finical
- братні στα ελληνικά - αδελφή, αδερφή, την αδελφή, η αδελφή, αδελφής
- верхній στα ελληνικά - ανώτερος, κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
- кормити στα ελληνικά - καλλιεργώ, τρέφω, να ταΐσει, να τροφοδοτήσει, για να τροφοδοτήσει, να θρέψουν, να θρέψει
Τυχαίες λέξεις
Посвідка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Μεταφράσεις: πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό