Постанова στα ελληνικά
Μετάφραση: постанова, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθύνω, κυρίαρχος, προσωρινός, βασιλεύω, αποφασίζω, κανόνας, ψήφισμα, ανάλυση, ψηφίσματος, ψήφισμά, ψήφισμα του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автобіографічний στα ελληνικά - αυτοβιογραφικός, αυτοβιογραφικό, αυτοβιογραφικά, αυτοβιογραφική, αυτοβιογραφικές
- битись στα ελληνικά - για την καταπολέμηση, για την καταπολέμηση της, για την καταπολέμηση του, την καταπολέμηση της, να καταπολεμήσει
- видобування στα ελληνικά - φαράγγι, ρεματιά, λαγκάδι, παίρνω, λαγκάδα, κύπελλο, τρόπαιο, ...
- залоза στα ελληνικά - αδένας, αδένα, αδένων, αδένες, βιδωτή
Τυχαίες λέξεις
Постанова στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθύνω, κυρίαρχος, προσωρινός, βασιλεύω, αποφασίζω, κανόνας, ψήφισμα, ανάλυση, ψηφίσματος, ψήφισμά, ψήφισμα του
Μεταφράσεις: ιθύνω, κυρίαρχος, προσωρινός, βασιλεύω, αποφασίζω, κανόνας, ψήφισμα, ανάλυση, ψηφίσματος, ψήφισμά, ψήφισμα του