Προσωρινός στα ουκρανικά
Μετάφραση: προσωρινός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
постачання, тимчасовий, умова, забезпечення, постанова, тимчасове, тимчасову, тимчасова, тимчасового
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωρινός
προσωρινός πίνακας κατάταξης στο πρόγραμμα «κοινωφελούς εργασίας», προσωρινός στα αγγλικά, προσωρινός βηματοδότης, προσωρινόσ ενεργειακόσ επιθεωρητήσ, προσωρινός φόρος, προσωρινός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσωρινός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προσωποποιώ στα ουκρανικά - видавати себе, виказувати себе, вдавати з себе
- προσωρινά στα ουκρανικά - тимчасово, інерції
- προσόν στα ουκρανικά - дійсно, фактично, практично, кваліфікація, квалификация, кваліфікацію
- προτέρημα στα ουκρανικά - користь, здатність, фактично, вигода, практично, схильність, привілей, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωρινός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: постачання, тимчасовий, умова, забезпечення, постанова, тимчасове, тимчасову, тимчасова, тимчасового
Μεταφράσεις: постачання, тимчасовий, умова, забезпечення, постанова, тимчасове, тимчасову, тимчасова, тимчасового