Постачальник στα ελληνικά
Μετάφραση: постачальник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργολάβος, προμηθευτής, διανομέας, πάροχος, πάροχο, φορέα παροχής, παρόχου
Μεταφράσεις
- авансувати στα ελληνικά - πρόοδος, προκαταβάλλω, προχωρώ, προβαίνω, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, ...
- демобілізувати στα ελληνικά - αποστρατεύω, αποστράτευση, την αποστράτευση, αποστρατεύσουν, αποστρατευθούν
- дотеперішній στα ελληνικά - πρώην, μέχρι σήμερα, μέχρι, μέχρι τώρα, μέχρι στιγμής, έως τώρα
- задушувати στα ελληνικά - στραγγαλίζω, φλομώνω, zadushuvaty
Τυχαίες λέξεις
Постачальник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργολάβος, προμηθευτής, διανομέας, πάροχος, πάροχο, φορέα παροχής, παρόχου
Μεταφράσεις: εργολάβος, προμηθευτής, διανομέας, πάροχος, πάροχο, φορέα παροχής, παρόχου