Поступово στα ελληνικά

Μετάφραση: поступово, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθμιαία, σιγά-, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως
Поступово στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гніватись στα ελληνικά - θυμωμένος, θυμωμένοι, οργισμένος, θυμωμένο, θυμό
  • екс-в στα ελληνικά - σε, στην πρώην, της πρώην, στην πρώτη, Πρώην, την πρώην
  • звідники στα ελληνικά - καρφίτσα, γόμφος, νταβατζήδες, προαγωγούς, μαστροπούς, μαστροπών, μαστροποί
  • меринос στα ελληνικά - αξία, μερινό, Merino, μερινός, Μερίνο, μερινό ύφασμα
Τυχαίες λέξεις
Поступово στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθμιαία, σιγά-, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως