Постійна στα ελληνικά
Μετάφραση: постійна, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάκοπος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вертоліт στα ελληνικά - ελικόπτερο, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, του ελικοπτέρου
- картина στα ελληνικά - σχέδιο, καμβάς, εικόνα, εικόνας, φωτογραφία, την εικόνα, εικόνων
- косар στα ελληνικά - πέλεκας, ελικόπτερο, θεριστής, αναφαινόμενος, κόφτη, περικοπής, αγρολήπτη
- лікоть στα ελληνικά - αγκώνας, αγκώνα, τον αγκώνα, του αγκώνα, αγκώνων
Τυχαίες λέξεις
Постійна στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάκοπος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Μεταφράσεις: αδιάκοπος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά