Посуха στα ελληνικά

Μετάφραση: посуха, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξηρασία, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία
Посуха στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аристократ στα ελληνικά - πατρίκιος, αριστοκράτης, αριστοκράτη, αριστοκράτισσα, άρχοντας
  • бадьорість στα ελληνικά - σφρίγος, φρεσκάδα, φαιδρότητα, κέφι, ευθυμία, cheerfulness, το κέφι
  • безлюдний στα ελληνικά - έρημος, έρημο, ερήμου, της ερήμου, στην έρημο
  • входження στα ελληνικά - είσοδος, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
Τυχαίες λέξεις
Посуха στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξηρασία, ξηρασίας, της ξηρασίας, την ξηρασία, η ξηρασία