Ξηρασία στα ουκρανικά
Μετάφραση: ξηρασία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посуха, засуха
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξηρασία
ξηρασία κόλπου, ξηρασία θεραπεία, ξηρασία στον κόλπο, πνευματική ξηρασία, ξηρασία ορισμός, ξηρασία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ξηρασία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ξεχωριστός στα ουκρανικά - відділяти, особливий, розлучити, нарізний, розлучати, окремий, окрема, ...
- ξεχύνομαι στα ουκρανικά - море, брижі, морено, морі, брижа, хвиля, волна
- ξηρός στα ουκρανικά - сушитися, сухий, сухість, сушити, сухої, сухою, сухій, ...
- ξηρότητα στα ουκρανικά - сухість, сухості
Τυχαίες λέξεις
Ξηρασία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: посуха, засуха
Μεταφράσεις: посуха, засуха