Потріскування στα ελληνικά
Μετάφραση: потріскування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα, τριξίματος, παράσιτα, τριγμού, τριξίματα
Μεταφράσεις
- безглуздий στα ελληνικά - αστείος, ανεγκέφαλος, ιππασία, χαζός, ανόητος, άμυαλος, παράλογος, ...
- запеклість στα ελληνικά - αυστηρότητα, μανία, οργή, Fury, μανίας, μένος
- карате-до στα ελληνικά - ταμείο, μέχρι, καρατέ, Καράτε, Karate, το καράτε, του καράτε
- куховар στα ελληνικά - μάγειρας, μαγειρεύω, μάγειρες, μαγειρεύει, μάγειροι, σεφ, μαγείρων
Τυχαίες λέξεις
Потріскування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα, τριξίματος, παράσιτα, τριγμού, τριξίματα
Μεταφράσεις: τριζοβολώ, τρίξιμο, κροτάλισμα, τριξίματος, παράσιτα, τριγμού, τριξίματα