Початися στα ελληνικά

Μετάφραση: початися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
Початися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • біосфера στα ελληνικά - βιόσφαιρα, βιόσφαιρας, της βιόσφαιρας, τη βιόσφαιρα, στη βιόσφαιρα
  • видатний στα ελληνικά - απίθανος, δάφνη, προεξοχή, αξιοσημείωτος, μεγάλος, εκκρεμών, εκκρεμή, ...
  • всезагальний στα ελληνικά - καθολική, καθολικής, καθολικό, την καθολική, της καθολικής
  • зізнається στα ελληνικά - ομολογώ, διακηρύσσω, εξομολογώ, αναγνωρισμένος, αναγνωρίζονται, αναγνωρίζεται, αναγνωριστεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Початися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν