Починати στα ελληνικά

Μετάφραση: починати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαίνω, αρχίζω, εισέρχομαι, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
Починати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • годинниковий στα ελληνικά - καραούλι, ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
  • кривий στα ελληνικά - γαμψός, κουτσός, κουτσό, lame, λαμέ, χωλός
  • ллється στα ελληνικά - βροχόπτωση, ρέουν, ρέει, ροή, που ρέει, απορρέουν
  • лунка στα ελληνικά - φλιτζάνι, τρύπα, οπή, Hole, οπών, οπής
Τυχαίες λέξεις
Починати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαίνω, αρχίζω, εισέρχομαι, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν