Почувати στα ελληνικά

Μετάφραση: почувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αισθάνομαι, σωφροσύνη, νιώθω, νόημα, υφή, αίσθημα, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε
Почувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гарапник στα ελληνικά - μαστίγιο
  • доїння στα ελληνικά - άρμεγμα, αρμέγματος, άμελξη, την άμελξη, το άρμεγμα
  • звички στα ελληνικά - συνήθειες, συνηθειών, τις συνήθειες, συνήθειές, τις συνήθειές
  • лівша στα ελληνικά - στάδιο, πόδι, southpaw
Τυχαίες λέξεις
Почувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αισθάνομαι, σωφροσύνη, νιώθω, νόημα, υφή, αίσθημα, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε