Поширювання στα ελληνικά
Μετάφραση: поширювання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαστολή, μεγέθυνση, εξάπλωση, διάδοση, διάδοσης, τη διάδοση, της διάδοσης, η διάδοση
Μεταφράσεις
- жрецький στα ελληνικά - ιερατικός, ιερατικές, ιερά, ιερατικά, ιερατική
- завойовник στα ελληνικά - κατακτητής, κατακτητή, νικητής, πορθητής, του κατακτητή
- марнотратство στα ελληνικά - απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
- маточку στα ελληνικά - γουδοχέρι, ύπερο, ύπερος, ιγδίο, υπέρου
Τυχαίες λέξεις
Поширювання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαστολή, μεγέθυνση, εξάπλωση, διάδοση, διάδοσης, τη διάδοση, της διάδοσης, η διάδοση
Μεταφράσεις: διαστολή, μεγέθυνση, εξάπλωση, διάδοση, διάδοσης, τη διάδοση, της διάδοσης, η διάδοση