Пошкоджений στα ελληνικά
Μετάφραση: пошкоджений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαττωματικός, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματική, ελαττωματικά, ελαττωματικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- біологічна στα ελληνικά - βιολογικός, βιολογική, βιολογικών, βιολογικής, βιολογικές
- вивертати στα ελληνικά - παλεύω, ανατροπή, ανατρέψει, ανατρέψουν, την ανατροπή, ανατραπούν
- випустіть στα ελληνικά - διέξοδος, εξαερισμού, αερισμού, εξαερισμός, διέξοδο
- косметика στα ελληνικά - μακιγιάζ, makeup, το μακιγιάζ, καθρέφτη μακιγιάζ, μακιγιάζ των
Τυχαίες λέξεις
Пошкоджений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαττωματικός, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματική, ελαττωματικά, ελαττωματικών
Μεταφράσεις: ελαττωματικός, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματική, ελαττωματικά, ελαττωματικών