Пояснювати στα ελληνικά

Μετάφραση: пояснювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, εικονογραφώ, λύνω, διευκρινίζω, επεξηγώ, ερμηνεία, εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί
Пояснювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • артерія στα ελληνικά - αρτηρία, αρτηρίας, αρτηριών, νόσο, αρτηριακού
  • зварки στα ελληνικά - πρόνοια, συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, τη συγκόλληση, συγκόλληση με
  • консультація στα ελληνικά - διαιτησία, διαβούλευση, διαβούλευσης, διαβουλεύσεις, διαβουλεύσεων, από διαβούλευση
  • люстро στα ελληνικά - καθρέπτης, καθρέφτη, τον καθρέφτη, γυαλί κοιτάγματος
Τυχαίες λέξεις
Пояснювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, εικονογραφώ, λύνω, διευκρινίζω, επεξηγώ, ερμηνεία, εξηγήσει, εξηγούν, να εξηγήσει, εξηγήσουν, εξηγεί