Приборкувати στα ελληνικά
Μετάφραση: приборкувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιθασεύω, σχολείο, φίμωτρο, εξημερώνω, δαμάζω, δαμάσει, δαμάσουν, εξημερώσει
Μεταφράσεις
- архаїчний στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, αρχαίος, αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, αρχαϊκής
- господиня στα ελληνικά - οικοδέσποινα, αεροσυνοδός, αεροσυνοδό, hostess, οικοδέσποινας
- зоб στα ελληνικά - κουρεύω, σοδειά, βρογχοκήλη, λαγκάδι, φαράγγι, βρογχοκήλης, goiter, ...
- мандрівники στα ελληνικά - ταξιδιώτες, τους ταξιδιώτες, ταξιδιώτες του, τους ταξιδιώτες του, ταξιδιωτών
Τυχαίες λέξεις
Приборкувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιθασεύω, σχολείο, φίμωτρο, εξημερώνω, δαμάζω, δαμάσει, δαμάσουν, εξημερώσει
Μεταφράσεις: τιθασεύω, σχολείο, φίμωτρο, εξημερώνω, δαμάζω, δαμάσει, δαμάσουν, εξημερώσει