Привласнити στα ελληνικά
Μετάφραση: привласнити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, κατάλληλος, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ορίσετε
Μεταφράσεις
- видобуток στα ελληνικά - παραγωγή, τρόπαιο, λαγκάδα, κύπελλο, λαγκάδι, φαράγγι, ρεματιά, ...
- залишити στα ελληνικά - εγκαταλείπω, παρατάω, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
- лахміття στα ελληνικά - κουρέλι, κουρέλια, ράκη, πανιά, τα κουρέλια, πανιών
- маскування στα ελληνικά - συγκάλυψη, μεταμφίεση, απόκρυψη, καμουφλάζ, παραλλαγής, κάλυψης, παραλλαγή
Τυχαίες λέξεις
Привласнити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, κατάλληλος, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ορίσετε
Μεταφράσεις: σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, κατάλληλος, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ορίσετε