Приймати στα ελληνικά

Μετάφραση: приймати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υιοθετώ, εισάγω, φιλοξενώ, αποδέχομαι, παραδέχομαι, υποθέτω, δέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
Приймати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • готель στα ελληνικά - ξενοδοχείο, ξενοδοχείου, το ξενοδοχείο, του ξενοδοχείου, ξενοδοχείων
  • діабетик στα ελληνικά - διαβητικός, διαβητική, διαβητικούς, διαβητικής, διαβητικών
  • жувати στα ελληνικά - μασώ, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
  • комутатор στα ελληνικά - πίνακα, τηλεφωνικό κέντρο, πίνακας, πινάκων, τηλεφωνικό
Τυχαίες λέξεις
Приймати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υιοθετώ, εισάγω, φιλοξενώ, αποδέχομαι, παραδέχομαι, υποθέτω, δέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί