Прикордонний στα ελληνικά
Μετάφραση: прикордонний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραμεθόριος, οριακός, περιστολή, σύνορο, περιορισμός, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аварія στα ελληνικά - ατύχημα, θύμα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
- акламація στα ελληνικά - επευφημία, βοής, επευφημίες, την επευφημία
- зіпсуття στα ελληνικά - αποτυχία, διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
- командувач στα ελληνικά - διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, ο διοικητής, τον διοικητή
Τυχαίες λέξεις
Прикордонний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραμεθόριος, οριακός, περιστολή, σύνορο, περιορισμός, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
Μεταφράσεις: παραμεθόριος, οριακός, περιστολή, σύνορο, περιορισμός, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών